γλυκονειρεύομαι

γλυκονειρεύομαι
1. αμετ. прям. , перен. видеть сладкие сны;
2. μετ. мечтать (о ком-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γλυκονειρεύομαι" в других словарях:

  • γλυκονειρεύομαι — 1. βλέπω ευχάριστα όνειρα 2. βλέπω κάποιον σαν σε γλυκό όνειρο, ποθώ …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»